Dictionary of Greek. 2013.
εξελκώ — βλ. εξελκούμαι … Dictionary of Greek
πληγιάζω — Ν [πληγή] 1. προκαλώ πληγή («μέ πλήγιασε το παπούτσι») 2. αποκτώ πληγή («πληγιάσανε τα χέρια μου») 3. μεταβάλλομαι σε πληγή, εξελκούμαι («πλήγιασε το σπυρί») … Dictionary of Greek